μπατζάκι

μπατζάκι
το
1. σκέλος τού πανταλονιού, ποδωνάρι
2. το κάτω άκρο τού παντελονιού, το ρεβέρ
2. στον πληθ. τα μπατζάκια
τα πόδια
3. φρ. α) «τρομάρα στα μπατζάκια σου» — λέγεται ως σκώμμα για έναν αδέξιο ή ανάξιο να κάνει κάτι
β) «φωτιά στα μπατζάκια μας» — αλίμονό μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bacak].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπατζάκι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. το καθένα από τα σκέλη του παντελονιού: Μάζεψε τα μπατζάκια γιατί του ήταν μακρύ το παντελόνι. 2. φρ., «φωτιά στα μπατζάκια μας», ανησυχία για δυσάρεστη εξέλιξη που μπορεί να προκύψει σε μια κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρακοπόδαρο — και βρακοπόδι, το το σκέλος της περισκελίδας, το μπατζάκι του παντελονιού …   Dictionary of Greek

  • βρακοπόδι — το το καθένα από τα δύο σκέλη του βρακιού, το καλαμοθράκι, το μπατζάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”